- λουτράρης
- οθηλ. -ισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιου λουτρού: Όταν ζούσε στην Πόλη εργαζόταν ως λουτράρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουτράρης — και λουτρατζής, ο, θηλ. λουτράρισσα (Μ λουτράρης) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + κατάλ. άρης (πρβλ. κελλ άρης). Ο τ. λουτρατζής < λουτρό + κατάλ. ( α)τζής] … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek